Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σκάπτω
σκάραιβον
σκαρδαμυγμός
σκαρδαμυκτέω
σκαρδαμυκτής
σκαρδαμυκτικός
σκαρδαμύσσω
σκαρθμός
σκαρία
σκαρίζω
σκάριον
σκαρίς
σκαρισμός
σκαρῖτις
σκαριφάομαι
σκαριφησμός
σκάριφος
σκάρος
σκάρος
σκασμός
σκαταμίζω
View word page
σκάριον
σκάριον
[
ᾰ],
, Dim. of
σκάρος,
,
PCair.Zen.
82.8
(iii B.C.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σκάριον
Headword (normalized):
σκάριον
Headword (normalized/stripped):
σκαριον
IDX:
94587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94588
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκάριον</span> [<span class="foreign greek">ᾰ],</span>, Dim. of <span class="foreign greek">σκάρος,</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PCair.Zen.</span> 82.8 </span> (iii B.C.).</div><br><br>'}