Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Σκαπτησυλικός
σκαπτοφόρος
σκάπτω
σκάραιβον
σκαρδαμυγμός
σκαρδαμυκτέω
σκαρδαμυκτής
σκαρδαμυκτικός
σκαρδαμύσσω
σκαρθμός
σκαρία
σκαρίζω
σκάριον
σκαρίς
σκαρισμός
σκαρῖτις
σκαριφάομαι
σκαριφησμός
σκάριφος
σκάρος
σκάρος
View word page
σκαρία
σκαρία· παιδιά, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκαρία
Headword (normalized):
σκαρία
Headword (normalized/stripped):
σκαρια
IDX:
94585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94586
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκαρία·</span> <span class="foreign greek">παιδιά</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}