Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σκαπέτωσις
σκᾶπος
σκάπτειρα
σκαπτέον
σκαπτήρ
σκᾶπτον
σκαπτός
Σκαπτησυλικός
σκαπτοφόρος
σκάπτω
σκάραιβον
σκαρδαμυγμός
σκαρδαμυκτέω
σκαρδαμυκτής
σκαρδαμυκτικός
σκαρδαμύσσω
σκαρθμός
σκαρία
σκαρίζω
σκάριον
σκαρίς
View word page
σκάραιβον
σκάραιβον·
αἱμοποιόν
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σκάραιβον
Headword (normalized):
σκάραιβον
Headword (normalized/stripped):
σκαραιβον
IDX:
94578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94579
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκάραιβον·</span> <span class="foreign greek">αἱμοποιόν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}