Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκαπερδεύω
σκάπετος
σκαπέτωσις
σκᾶπος
σκάπτειρα
σκαπτέον
σκαπτήρ
σκᾶπτον
σκαπτός
Σκαπτησυλικός
σκαπτοφόρος
σκάπτω
σκάραιβον
σκαρδαμυγμός
σκαρδαμυκτέω
σκαρδαμυκτής
σκαρδαμυκτικός
σκαρδαμύσσω
σκαρθμός
σκαρία
σκαρίζω
View word page
σκαπτοφόρος
σκαπτοφόρος, ον, Dor. for σκηπτροφόρος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκαπτοφόρος
Headword (normalized):
σκαπτοφόρος
Headword (normalized/stripped):
σκαπτοφορος
IDX:
94576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94577
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκαπτοφόρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Dor. for <span class="foreign greek">σκηπτροφόρος</span>.</div><br><br>'}