Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σκαπέρδα
σκαπερδεύω
σκάπετος
σκαπέτωσις
σκᾶπος
σκάπτειρα
σκαπτέον
σκαπτήρ
σκᾶπτον
σκαπτός
Σκαπτησυλικός
σκαπτοφόρος
σκάπτω
σκάραιβον
σκαρδαμυγμός
σκαρδαμυκτέω
σκαρδαμυκτής
σκαρδαμυκτικός
σκαρδαμύσσω
σκαρθμός
σκαρία
View word page
Σκαπτησυλικός
Σκαπτησῡλικός
,
ή
,
όν
,
IG
12.301.103
,
116
;
Σκαπτησῡλῖται
,
St.Byz.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
Σκαπτησυλικός
Headword (normalized):
σκαπτησυλικός
Headword (normalized/stripped):
σκαπτησυλικος
IDX:
94575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94576
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Σκαπτησῡλικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 12.301.103 </span>,<span class="bibl"> 116 </span>; <span class="orth greek">Σκαπτησῡλῖται</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">St.Byz.</span> </span> </div><br><br>'}