σκαπτός
σκαπτός, ή, όν,(σκάπτω)
A). dug: that may be dug:—Σκαπτὴ Ὕλη a district in Thrace, named after a forest, ἐκ Σκαπτῆς *(/γλης ; 6.46 ἐν τῇ Σ.*(/γλῃ Cim. 4 ; ἐν Σ.*(/γ. Vit. Thuc. 25 , 47 :—the form Σκαπτησύλης (gen. sg.) is found in Lap. 17 ; nom. Σκαπτησύλη ; Lat. Scaptens[ucaron]la Lucr. 6.810 :—hence