Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σκαπάνη
σκαπανήτης
σκαπέρδα
σκαπερδεύω
σκάπετος
σκαπέτωσις
σκᾶπος
σκάπτειρα
σκαπτέον
σκαπτήρ
σκᾶπτον
σκαπτός
Σκαπτησυλικός
σκαπτοφόρος
σκάπτω
σκάραιβον
σκαρδαμυγμός
σκαρδαμυκτέω
σκαρδαμυκτής
σκαρδαμυκτικός
σκαρδαμύσσω
View word page
σκᾶπτον
σκᾶπτον
,
τό
, Dor. for
σκῆπτρον
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σκᾶπτον
Headword (normalized):
σκᾶπτον
Headword (normalized/stripped):
σκαπτον
IDX:
94573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94574
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκᾶπτον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dor. for <span class="foreign greek">σκῆπτρον</span>.</div><br><br>'}