Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σκανόω
σκαπανεύς
σκαπανεύω
σκαπάνη
σκαπανήτης
σκαπέρδα
σκαπερδεύω
σκάπετος
σκαπέτωσις
σκᾶπος
σκάπτειρα
σκαπτέον
σκαπτήρ
σκᾶπτον
σκαπτός
Σκαπτησυλικός
σκαπτοφόρος
σκάπτω
σκάραιβον
σκαρδαμυγμός
σκαρδαμυκτέω
View word page
σκάπτειρα
σκάπ-τειρα
,
ἡ
, fem. of
A).
σκαπτήρ, ς. δίκελλα
AP
6.21
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σκάπτειρα
Headword (normalized):
σκάπτειρα
Headword (normalized/stripped):
σκαπτειρα
IDX:
94570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94571
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκάπ-τειρα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, fem. of <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">σκαπτήρ, ς. δίκελλα</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 6.21 </span> .</div> </div><br><br>'}