Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σκανδικώδης
σκάνδιξ
σκάνδυξ
σκανεύεσθαι
σκανέω
σκάνθαν
σκανθαρίζω
σκάνθος
σκάνιξ
σκανοθήκα
σκανοπαγέομαι
σκᾶνος
σκανόω
σκαπανεύς
σκαπανεύω
σκαπάνη
σκαπανήτης
σκαπέρδα
σκαπερδεύω
σκάπετος
σκαπέτωσις
View word page
σκανοπαγέομαι
σκᾱνο-πᾱγέομαι
,=
σκανέω
,
SIG
1000.1
, al. (Cos, i B.C.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σκανοπαγέομαι
Headword (normalized):
σκανοπαγέομαι
Headword (normalized/stripped):
σκανοπαγεομαι
IDX:
94558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94559
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκᾱνο-πᾱγέομαι</span>,= <span class="foreign greek">σκανέω</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">SIG</span> 1000.1 </span>, al. (Cos, i B.C.).</div><br><br>'}