Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σκανδικοπώλης
σκανδικώδης
σκάνδιξ
σκάνδυξ
σκανεύεσθαι
σκανέω
σκάνθαν
σκανθαρίζω
σκάνθος
σκάνιξ
σκανοθήκα
σκανοπαγέομαι
σκᾶνος
σκανόω
σκαπανεύς
σκαπανεύω
σκαπάνη
σκαπανήτης
σκαπέρδα
σκαπερδεύω
σκάπετος
View word page
σκανοθήκα
σκᾱνο-θήκα
,
ἁ
, Dor. for
σκηνοθήκη
,
IG
5(1).879.2
, al. (Sparta),
5(2).469.5
(Megalopolis).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σκανοθήκα
Headword (normalized):
σκανοθήκα
Headword (normalized/stripped):
σκανοθηκα
IDX:
94557
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94558
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκᾱνο-θήκα</span>, <span class="foreign greek">ἁ</span>, Dor. for <span class="foreign greek">σκηνοθήκη</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 5(1).879.2 </span>, al. (Sparta), <span class="bibl"> 5(2).469.5 </span> (Megalopolis).</div><br><br>'}