Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σκανδεία
σκανδικοπώλης
σκανδικώδης
σκάνδιξ
σκάνδυξ
σκανεύεσθαι
σκανέω
σκάνθαν
σκανθαρίζω
σκάνθος
σκάνιξ
σκανοθήκα
σκανοπαγέομαι
σκᾶνος
σκανόω
σκαπανεύς
σκαπανεύω
σκαπάνη
σκαπανήτης
σκαπέρδα
σκαπερδεύω
View word page
σκάνιξ
σκάνιξ
,
ικος
,
ὁ
,
ἡ
,=
σκαιός
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σκάνιξ
Headword (normalized):
σκάνιξ
Headword (normalized/stripped):
σκανιξ
IDX:
94556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94557
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκάνιξ</span>, <span class="itype greek">ικος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= <span class="foreign greek">σκαιός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}