Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκανδαλιστής
σκάνδαλος
σκανδαλόω
σκανδεία
σκανδικοπώλης
σκανδικώδης
σκάνδιξ
σκάνδυξ
σκανεύεσθαι
σκανέω
σκάνθαν
σκανθαρίζω
σκάνθος
σκάνιξ
σκανοθήκα
σκανοπαγέομαι
σκᾶνος
σκανόω
σκαπανεύς
σκαπανεύω
σκαπάνη
View word page
σκάνθαν
σκάνθαν· κράββατον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκάνθαν
Headword (normalized):
σκάνθαν
Headword (normalized/stripped):
σκανθαν
IDX:
94553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94554
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκάνθαν·</span> <span class="foreign greek">κράββατον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}