Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σκανδάληθρον
σκανδαλίζω
σκανδαλιστής
σκάνδαλος
σκανδαλόω
σκανδεία
σκανδικοπώλης
σκανδικώδης
σκάνδιξ
σκάνδυξ
σκανεύεσθαι
σκανέω
σκάνθαν
σκανθαρίζω
σκάνθος
σκάνιξ
σκανοθήκα
σκανοπαγέομαι
σκᾶνος
σκανόω
σκαπανεύς
View word page
σκανεύεσθαι
σκανεύεσθαι·
ἐπαρι<ς>τερεύεσθαι
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σκανεύεσθαι
Headword (normalized):
σκανεύεσθαι
Headword (normalized/stripped):
σκανευεσθαι
IDX:
94551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94552
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκανεύεσθαι·</span> <span class="foreign greek">ἐπαρι<ς>τερεύεσθαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}