Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκανδάλη
σκανδάληθρον
σκανδαλίζω
σκανδαλιστής
σκάνδαλος
σκανδαλόω
σκανδεία
σκανδικοπώλης
σκανδικώδης
σκάνδιξ
σκάνδυξ
σκανεύεσθαι
σκανέω
σκάνθαν
σκανθαρίζω
σκάνθος
σκάνιξ
σκανοθήκα
σκανοπαγέομαι
σκᾶνος
σκανόω
View word page
σκάνδυξ
σκάνδυξ, ῡκος, ,= foreg., v.l. in Dsc. 2.138 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκάνδυξ
Headword (normalized):
σκάνδυξ
Headword (normalized/stripped):
σκανδυξ
IDX:
94550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94551
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκάνδυξ</span>, <span class="itype greek">ῡκος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= foreg., v.l. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 2.138 </span>.</div><br><br>'}