Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκαμφυσεῖ
σκαμωνία
σκανά
σκανάω
σκανδαλάριος
σκανδάλη
σκανδάληθρον
σκανδαλίζω
σκανδαλιστής
σκάνδαλος
σκανδαλόω
σκανδεία
σκανδικοπώλης
σκανδικώδης
σκάνδιξ
σκάνδυξ
σκανεύεσθαι
σκανέω
σκάνθαν
σκανθαρίζω
σκάνθος
View word page
σκανδαλόω
σκανδαλ-όω,= σκανδαλίζω, Aq. Is. 8.15 , al.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκανδαλόω
Headword (normalized):
σκανδαλόω
Headword (normalized/stripped):
σκανδαλοω
IDX:
94545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94546
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκανδαλ-όω</span>,= <span class="foreign greek">σκανδαλίζω</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aq.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Is.</span> 8.15 </span>, al.</div><br><br>'}