Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκάμνος
σκαμφυσεῖ
σκαμωνία
σκανά
σκανάω
σκανδαλάριος
σκανδάλη
σκανδάληθρον
σκανδαλίζω
σκανδαλιστής
σκάνδαλος
σκανδαλόω
σκανδεία
σκανδικοπώλης
σκανδικώδης
σκάνδιξ
σκάνδυξ
σκανεύεσθαι
σκανέω
σκάνθαν
σκανθαρίζω
View word page
σκάνδαλος
σκάνδαλ-ος, ,= σκάνδαλον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκάνδαλος
Headword (normalized):
σκάνδαλος
Headword (normalized/stripped):
σκανδαλος
IDX:
94544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94545
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκάνδαλ-ος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,= <span class="foreign greek">σκάνδαλον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}