Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκάμμα
σκαμμάδες
σκαμμωνία
σκαμμωνίτης
σκάμνος
σκαμφυσεῖ
σκαμωνία
σκανά
σκανάω
σκανδαλάριος
σκανδάλη
σκανδάληθρον
σκανδαλίζω
σκανδαλιστής
σκάνδαλος
σκανδαλόω
σκανδεία
σκανδικοπώλης
σκανδικώδης
σκάνδιξ
σκάνδυξ
View word page
σκανδάλη
σκανδάλ-η [ᾰ],,= sq., Alciphr. 3.22 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκανδάλη
Headword (normalized):
σκανδάλη
Headword (normalized/stripped):
σκανδαλη
IDX:
94540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94541
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκανδάλ-η</span> [<span class="foreign greek">ᾰ],</span>,= sq., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0640.tlg001:3:22" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0640.tlg001:3.22/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Alciphr.</span> 3.22 </a>.</div><br><br>'}