Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκαμβόω
σκάμβυκες
σκάμμα
σκαμμάδες
σκαμμωνία
σκαμμωνίτης
σκάμνος
σκαμφυσεῖ
σκαμωνία
σκανά
σκανάω
σκανδαλάριος
σκανδάλη
σκανδάληθρον
σκανδαλίζω
σκανδαλιστής
σκάνδαλος
σκανδαλόω
σκανδεία
σκανδικοπώλης
σκανδικώδης
View word page
σκανάω
σκανάω,
A). v. σκανέω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκανάω
Headword (normalized):
σκανάω
Headword (normalized/stripped):
σκαναω
IDX:
94538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94539
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκανάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σκανέω</span> .</div> </div><br><br>'}