Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκαμβόπους
σκαμβός
σκαμβόω
σκάμβυκες
σκάμμα
σκαμμάδες
σκαμμωνία
σκαμμωνίτης
σκάμνος
σκαμφυσεῖ
σκαμωνία
σκανά
σκανάω
σκανδαλάριος
σκανδάλη
σκανδάληθρον
σκανδαλίζω
σκανδαλιστής
σκάνδαλος
σκανδαλόω
σκανδεία
View word page
σκαμωνία
σκαμωνία, σκαμώνειον,
A). v. σκαμμωνία .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκαμωνία
Headword (normalized):
σκαμωνία
Headword (normalized/stripped):
σκαμωνια
IDX:
94536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94537
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκαμωνία</span>, <span class="orth greek">σκαμώνειον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σκαμμωνία</span> .</div> </div><br><br>'}