Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σκαμβάλυξ
σκαμβόπους
σκαμβός
σκαμβόω
σκάμβυκες
σκάμμα
σκαμμάδες
σκαμμωνία
σκαμμωνίτης
σκάμνος
σκαμφυσεῖ
σκαμωνία
σκανά
σκανάω
σκανδαλάριος
σκανδάλη
σκανδάληθρον
σκανδαλίζω
σκανδαλιστής
σκάνδαλος
σκανδαλόω
View word page
σκαμφυσεῖ
σκαμφυσεῖ·
μεμψιμοιρεῖ, ἀγανακτεῖ
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σκαμφυσεῖ
Headword (normalized):
σκαμφυσεῖ
Headword (normalized/stripped):
σκαμφυσει
IDX:
94535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94536
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκαμφυσεῖ·</span> <span class="foreign greek">μεμψιμοιρεῖ, ἀγανακτεῖ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}