Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκαλπάζειν
σκάλσις
σκαλτωμίζειν
Σκάμανδρος
σκαμβάλυξ
σκαμβόπους
σκαμβός
σκαμβόω
σκάμβυκες
σκάμμα
σκαμμάδες
σκαμμωνία
σκαμμωνίτης
σκάμνος
σκαμφυσεῖ
σκαμωνία
σκανά
σκανάω
σκανδαλάριος
σκανδάλη
σκανδάληθρον
View word page
σκαμμάδες
σκαμμάδες· πόρναι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκαμμάδες
Headword (normalized):
σκαμμάδες
Headword (normalized/stripped):
σκαμμαδες
IDX:
94531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94532
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκαμμάδες·</span> <span class="foreign greek">πόρναι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}