Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκαλοπιά
σκάλοψ
σκαλπάζειν
σκάλσις
σκαλτωμίζειν
Σκάμανδρος
σκαμβάλυξ
σκαμβόπους
σκαμβός
σκαμβόω
σκάμβυκες
σκάμμα
σκαμμάδες
σκαμμωνία
σκαμμωνίτης
σκάμνος
σκαμφυσεῖ
σκαμωνία
σκανά
σκανάω
σκανδαλάριος
View word page
σκάμβυκες
σκάμβυκες· σκόλοπες, χάρακες, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκάμβυκες
Headword (normalized):
σκάμβυκες
Headword (normalized/stripped):
σκαμβυκες
IDX:
94529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94530
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκάμβυκες·</span> <span class="foreign greek">σκόλοπες, χάρακες</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}