Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκάλμη
σκαλμίδιον
σκαλμός
σκαλοβάτης
σκαλοπιά
σκάλοψ
σκαλπάζειν
σκάλσις
σκαλτωμίζειν
Σκάμανδρος
σκαμβάλυξ
σκαμβόπους
σκαμβός
σκαμβόω
σκάμβυκες
σκάμμα
σκαμμάδες
σκαμμωνία
σκαμμωνίτης
σκάμνος
σκαμφυσεῖ
View word page
σκαμβάλυξ
σκαμβάλυξ,= σκαμβός, στρεβλός, Hsch. σκαμβηρίζοντες· ὀλισθαίνοντες, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκαμβάλυξ
Headword (normalized):
σκαμβάλυξ
Headword (normalized/stripped):
σκαμβαλυξ
IDX:
94525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94526
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκαμβάλυξ</span>,= <span class="foreign greek">σκαμβός, στρεβλός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">σκαμβηρίζοντες·</span> <span class="foreign greek">ὀλισθαίνοντες</span>, Id.</div><br><br>'}