Σκάμανδρος,
ὁ,
Scamander, the river of Troy,
A). ὃν Ξάνθον καλέουσι θεοί, ἄνδρες δὲ Σκάμανδρον Il. 20.74 :—Adj.
Σκᾰμάνδριος,
ον,
Scamandrian, 2.465 ,
S. Aj. 418 (lyr.),
E. Tr. 374 , etc.; pr.
11 . of Hector's son,
Il. 6.402 .[
Σκᾰ-;
Hom. leaves a short vowel short before the
Σκ-, cf.
σκέπαρνον.]