σκαλμός
σκαλμός, ὁ,
A). pin or thole to which the Greek oar was fastened by the τροπωτήρ, h.Hom. 7.42 , Pers. 376 , Hel. 1598 , IT 1347 ; ὑπομόχλιον ὁ ς. γίνεται Mech. 850b11 ; κατὰ σκαλμὸν ἐρέσσειν (opp. paddle) Ind. 27.5 :—of the πριαπίσκος in the βάθρον Ἱπποκράτους, ap. . 49.26.6