Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκαληνία
σκαληνοειδής
σκαληνόομαι
σκαληνός
σκαλίας
σκαλιδεύω
σκαλίδρις
σκαλίζω
σκαλίς
σκαλισμός
σκαλιστήριον
σκαλλίον
σκάλλω
σκάλμη
σκαλμίδιον
σκαλμός
σκαλοβάτης
σκαλοπιά
σκάλοψ
σκαλπάζειν
σκάλσις
View word page
σκαλιστήριον
σκᾰλ-ιστήριον, τό,= σκαλίς, Sch. rec. Theoc. 10.14 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκαλιστήριον
Headword (normalized):
σκαλιστήριον
Headword (normalized/stripped):
σκαλιστηριον
IDX:
94512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94513
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκᾰλ-ιστήριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>,= <span class="foreign greek">σκαλίς</span>, Sch. rec. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0005.tlg001.perseus-grc1:10:14" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0005.tlg001.perseus-grc1:10.14/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theoc.</span> 10.14 </a>.</div><br><br>'}