Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σκαιωρέω
σκαιώρημα
σκαιωρία
σκάλα
σκαλαβώτης
σκαλαθάρβα
σκαλαθαρβία
σκαλαθυρμάτιον
σκαλαθύρω
σκαλαπάζει
σκαλαυθρῖτις
σκάλαυθρον
σκαλεία
σκάλευθρον
σκάλευμα
σκαλεύς
σκάλευσις
σκαλεύω
σκαληνής
σκαληνία
σκαληνοειδής
View word page
σκαλαυθρῖτις
σκᾰλαυθρ-ῖτις
,
ιδος
,
ἡ
, name of a kind of
λιθάργυρος
, prob. cj. in
Dsc.
5.87
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σκαλαυθρῖτις
Headword (normalized):
σκαλαυθρῖτις
Headword (normalized/stripped):
σκαλαυθριτις
IDX:
94493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94494
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκᾰλαυθρ-ῖτις</span>, <span class="itype greek">ιδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, name of a kind of <span class="foreign greek">λιθάργυρος</span>, prob. cj. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 5.87 </span>.</div><br><br>'}