Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σκαίωμα
σκαιωρέω
σκαιώρημα
σκαιωρία
σκάλα
σκαλαβώτης
σκαλαθάρβα
σκαλαθαρβία
σκαλαθυρμάτιον
σκαλαθύρω
σκαλαπάζει
σκαλαυθρῖτις
σκάλαυθρον
σκαλεία
σκάλευθρον
σκάλευμα
σκαλεύς
σκάλευσις
σκαλεύω
σκαληνής
σκαληνία
View word page
σκαλαπάζει
σκᾰλαπάζει·
ῥέμβεται
,
Hsch.
(Cf.
σκαλπάζειν, καλπάζω, ἀνακαλπάζω
.)
σκάλατος·
ὁ σκαφιτός
(i.e.
-ητός
), Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σκαλαπάζει
Headword (normalized):
σκαλαπάζει
Headword (normalized/stripped):
σκαλαπαζει
IDX:
94492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94493
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκᾰλαπάζει·</span> <span class="foreign greek">ῥέμβεται</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Cf. <span class="foreign greek">σκαλπάζειν, καλπάζω, ἀνακαλπάζω</span>.) <span class="orth greek">σκάλατος·</span> <span class="foreign greek">ὁ σκαφιτός</span> (i.e. <span class="foreign greek">-ητός</span>), Id.</div><br><br>'}