Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σκαιουργέω
σκαιούργημα
σκαίρω
σκαίωμα
σκαιωρέω
σκαιώρημα
σκαιωρία
σκάλα
σκαλαβώτης
σκαλαθάρβα
σκαλαθαρβία
σκαλαθυρμάτιον
σκαλαθύρω
σκαλαπάζει
σκαλαυθρῖτις
σκάλαυθρον
σκαλεία
σκάλευθρον
σκάλευμα
σκαλεύς
σκάλευσις
View word page
σκαλαθαρβία
σκαλαθαρβία· ἀκηδία, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκαλαθαρβία
Headword (normalized):
σκαλαθαρβία
Headword (normalized/stripped):
σκαλαθαρβια
IDX:
94489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94490
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκαλαθαρβία·</span> <span class="foreign greek">ἀκηδία</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}