Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σκαιότης
σκαιουργέω
σκαιούργημα
σκαίρω
σκαίωμα
σκαιωρέω
σκαιώρημα
σκαιωρία
σκάλα
σκαλαβώτης
σκαλαθάρβα
σκαλαθαρβία
σκαλαθυρμάτιον
σκαλαθύρω
σκαλαπάζει
σκαλαυθρῖτις
σκάλαυθρον
σκαλεία
σκάλευθρον
σκάλευμα
σκαλεύς
View word page
σκαλαθάρβα
σκαλαθάρβα·
τύρβη, ἀπὸ τοῦ σκαλεύειν
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σκαλαθάρβα
Headword (normalized):
σκαλαθάρβα
Headword (normalized/stripped):
σκαλαθαρβα
IDX:
94488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94489
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σκαλαθάρβα·</span> <span class="foreign greek">τύρβη, ἀπὸ τοῦ σκαλεύειν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}