σκάζω
σκάζω, only pres. and impf.,
A). limp, halt, ; 19.47 ἐκ πολέμου 11.811 , cf. Com.Adesp. 610 , : metaph., 2.317e ἀκέσασθαι τὸ σκάζον make good the damage, Men.Prot. p.22 ; ὁρῶ τὰ ἡμέτερα σκάζοντα, of parasites, ; 3.50 ς. ἀμφοτέροις ἡ κρίσις in Rh.Mus. 49.504 ; πρὸς τὴν θεραπείαν Merc.Cond. 39 .
II). σκάζων,,= χωλίαμβος, the iambic verse of Hipponax, with a spondee in the last place, σκάζοντα μέτρα AP 7.405 ( ). (Cf. Skt. kháñjati 'limp', hinken.)