σίφων
σίφων, ωνος, ὁ,= ἡ καλάμη τοῦ ἀγρίου καλάμου, Gloss.: hence,
1). siphon, used for drawing wine out of the cask or jar, , 56 PEleph. 5.4 (iii B.C.); καμπύλος ς., τουτέστι σωλήν Spir. 1.1 .
b). drainage-tube for hydrocele, . 10.988
c). pump, (ii A.D.). 3.1177.129
4). αἵματος ἀνδρῶν σίφωνες blood-suckers, i.e. mosquitoes, AP 5.150 ( ).
6). = ῥυπαρὸς ἄνθρωπος, ἢ λίχνος ,
7). εἶδος θηρίου μυρμηκοειδές, Id.
8). ὄργανον σκόλοπι ὅμοιον, ἐν ᾧ τοὺς μαρσίππους ἐπισκοποῦσι, Id. (perh. = σιρομάστης 1 ).[ῑ in APl.c., ; but 6.310 ῐ l.c. (s. v.l.).]