Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σιτώδης
σίτωμα
σιτών
σιτωνέω
σιτώνης
σιτωνία
σιτωνικόν
σιτώνιον
σιφαῖος
σίφαρος
σιφθείριον
σιφλός
σίφλος
σιφλόω
σίφλωμα
σίφνα
σιφνεύς
σιφνιάζω
σίφνις
Σίφνος
σιφνός
View word page
σιφθείριον
σιφθείριον, Egypt. word for καλάμου ἐπιφάνεια, Gal. 12.408 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σιφθείριον
Headword (normalized):
σιφθείριον
Headword (normalized/stripped):
σιφθειριον
IDX:
94449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94450
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σιφθείριον</span>, Egypt. word for <span class="foreign greek">καλάμου ἐπιφάνεια</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 12.408 </span>.</div><br><br>'}