σίττᾰ
σίττᾰ, a cry of drovers to urge on or guide their flocks ( ),
A). st! σίττα, νέμεσθε ; 8.69 σίτθ’, ὁ λέπαργος ; when 4.45 ἀπό follows, to drive them off, οὐκ ἀπὸ τᾶς κράνας σίττ’, ἀμνίδες; ; 5.3 σίττ’ ἀπὸ τᾶς κοτίνω ib. 100 ; when πρός follows, to lead them on, σίτθ’, ἁ Κυμαίθα, ποτὶ τὸν λόφον : cf. 4.46 ψίττα, ψύττα.