Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σιτοπωλέω
σιτοπώλης
σῖτος
σιτόσπελλος
σιτόσπορος
σιτουργία
σιτουργός
σιτοφαγέω
σιτόφαγος
σιτοφορέω
σιτοφορικός
σιτόφορος
σιτοφυλακεῖον
σιτοφύλακες
σιτοφυλακέω
σιτόχροος
σίττᾰ
σιττακός
σίττη
σιττύβαι
σίττυβος
View word page
σιτοφορικός
σῑτοφορ-ικός, , όν,
A). corn-bearing, ib. 2.240.8 (ii A.D.).


ShortDef

grain-bearing

Debugging

Headword:
σιτοφορικός
Headword (normalized):
σιτοφορικός
Headword (normalized/stripped):
σιτοφορικος
IDX:
94427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94428
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῑτοφορ-ικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">corn-bearing</span>, ib.<span class="bibl"> 2.240.8 </span> (ii A.D.).</div> </div><br><br>'}