Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σιτόπονος
σιτοπωλέω
σιτοπώλης
σῖτος
σιτόσπελλος
σιτόσπορος
σιτουργία
σιτουργός
σιτοφαγέω
σιτόφαγος
σιτοφορέω
σιτοφορικός
σιτόφορος
σιτοφυλακεῖον
σιτοφύλακες
σιτοφυλακέω
σιτόχροος
σίττᾰ
σιττακός
σίττη
σιττύβαι
View word page
σιτοφορέω
σῑτοφορ-έω,
A). grow corn upon,[ἄρουραν] PSI 4.400.7 (iii B.C.).


ShortDef

grow grain upon

Debugging

Headword:
σιτοφορέω
Headword (normalized):
σιτοφορέω
Headword (normalized/stripped):
σιτοφορεω
IDX:
94426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94427
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῑτοφορ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">grow corn upon</span>,[<span class="foreign greek">ἄρουραν</span>] <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PSI</span> 4.400.7 </span> (iii B.C.).</div> </div><br><br>'}