Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σιτοπαραλήμπτης
σιτοποιεῖον
σιτοποιέω
σιτοποιητικός
σιτοποίητρα
σιτοποιία
σιτοποιικός
σιτοποιός
σιτοπομπεῖον
σιτοπομπία
σιτοπομπός
σιτοπονέω
σιτοπονία
σιτόπονος
σιτοπωλέω
σιτοπώλης
σῖτος
σιτόσπελλος
σιτόσπορος
σιτουργία
σιτουργός
View word page
σιτοπομπός
σῑτοπομπ-ός, ,
A). transporter of corn, σειτ. ἀπὸ τῆς Αἰγύπτου Ephes. 3p.106No. 16 .


ShortDef

transporter of grain

Debugging

Headword:
σιτοπομπός
Headword (normalized):
σιτοπομπός
Headword (normalized/stripped):
σιτοπομπος
IDX:
94413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94414
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῑτοπομπ-ός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">transporter of corn</span>, <span class="quote greek">σειτ. ἀπὸ τῆς Αἰγύπτου</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Ephes.</span> 3p.106No. </span> <span class="bibl"> 16 </span>.</div> </div><br><br>'}