Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνταναιρετέος
ἀνταναιρετικός
ἀνταναιρέω
ἀντανάκλασις
ἀντανακλασμός
ἀντανάκλαστος
ἀντανακλάω
ἀντανακοπή
ἀντανακόπτω
ἀντανακράζω
ἀνταναλαμβάνω
ἀνταναλίσκω
ἀντανάλυσις
ἀνταναλύω
ἀνταναμένω
ἀνταναπαύομαι
ἀνταναπίμπλημι
ἀνταναπλέκω
ἀνταναπληρόω
ἀνταναπλήρωσις
ἀντανασηκόω
View word page
ἀνταναλαμβάνω
ἀντανα-λαμβάνω
,
A).
take over instead,
Ptol.
Phas.
p.11H.
ShortDef
take over instead
Debugging
Headword:
ἀνταναλαμβάνω
Headword (normalized):
ἀνταναλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
ανταναλαμβανω
IDX:
9440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9441
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντανα-λαμβάνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">take over instead,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ptol.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Phas.</span> p.11H. </span> </div> </div><br><br>'}