Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σιτολογία
σιτολογικός
σιτολογοπράκτωρ
σιτόλογος
σιτομεταβόλος
σιτομετρέω
σιτομέτρης
σιτομετρία
σιτομετρικόν
σιτόμετρος
σιτομετροσακκοφόρος
σιτομνημονέω
σῖτον
σιτονόμος
σιτοπαραλήμπτης
σιτοποιεῖον
σιτοποιέω
σιτοποιητικός
σιτοποίητρα
σιτοποιία
σιτοποιικός
View word page
σιτομετροσακκοφόρος
σῑτομετροσακκοφόρος
,
ὁ
,
A).
one who carries sacks for the
σιτομέτραι
, Frisk
Bankakten
1
XX
ii 3
(ii A.D.).
ShortDef
one who carries sacks for the σιτομέτραι
Debugging
Headword:
σιτομετροσακκοφόρος
Headword (normalized):
σιτομετροσακκοφόρος
Headword (normalized/stripped):
σιτομετροσακκοφορος
IDX:
94399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94400
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῑτομετροσακκοφόρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who carries sacks for the</span> <span class="foreign greek">σιτομέτραι</span>, Frisk <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Bankakten</span> 1 </span> XX<span class="bibl"> ii 3 </span> (ii A.D.).</div> </div><br><br>'}