Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σιτοκοπικός
σιτοκόπτης
σιτόκουρος
σιτόκριθον
σιτόλεθρος
σιτολογέω
σιτολογία
σιτολογικός
σιτολογοπράκτωρ
σιτόλογος
σιτομεταβόλος
σιτομετρέω
σιτομέτρης
σιτομετρία
σιτομετρικόν
σιτόμετρος
σιτομετροσακκοφόρος
σιτομνημονέω
σῖτον
σιτονόμος
σιτοπαραλήμπτης
View word page
σιτομεταβόλος
σῑτομεταβόλος, ,
A). corn-merchant, Gloss.


ShortDef

grain-merchant

Debugging

Headword:
σιτομεταβόλος
Headword (normalized):
σιτομεταβόλος
Headword (normalized/stripped):
σιτομεταβολος
IDX:
94393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94394
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῑτομεταβόλος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">corn-merchant,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}