Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σιτοκάπηλος
σιτόκεντρον
σιτοκλονέομαι
σιτοκοπικός
σιτοκόπτης
σιτόκουρος
σιτόκριθον
σιτόλεθρος
σιτολογέω
σιτολογία
σιτολογικός
σιτολογοπράκτωρ
σιτόλογος
σιτομεταβόλος
σιτομετρέω
σιτομέτρης
σιτομετρία
σιτομετρικόν
σιτόμετρος
σιτομετροσακκοφόρος
σιτομνημονέω
View word page
σιτολογικός
σῑτολογ-ικός
,
ή
,
όν
,
A).
of a
σιτολόγος, διάγραμμα
Sammelb.
7450.13
(iii B.C.): Subst.
σῑτολογ-ικόν
,
τό
,
fee paid to the
σιτολόγος
,
POxy.
740.22
(ii/ iii A.D.).
ShortDef
of a σιτολόγος
Debugging
Headword:
σιτολογικός
Headword (normalized):
σιτολογικός
Headword (normalized/stripped):
σιτολογικος
IDX:
94390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94391
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῑτολογ-ικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of a</span> <span class="quote greek">σιτολόγος, διάγραμμα</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Sammelb.</span> 7450.13 </span> (iii B.C.): Subst. <span class="orth greek">σῑτολογ-ικόν</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <span class="tr" style="font-weight: bold;">fee paid to the</span> <span class="foreign greek">σιτολόγος</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 740.22 </span> (ii/ iii A.D.).</div> </div><br><br>'}