Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σιτοδότης
σιτοδοχεῖον
σιτοδόχος
σιτοενδεία
σιτοθήκη
σιτοκαπηλεύω
σιτοκάπηλος
σιτόκεντρον
σιτοκλονέομαι
σιτοκοπικός
σιτοκόπτης
σιτόκουρος
σιτόκριθον
σιτόλεθρος
σιτολογέω
σιτολογία
σιτολογικός
σιτολογοπράκτωρ
σιτόλογος
σιτομεταβόλος
σιτομετρέω
View word page
σιτοκόπτης
σῑτο-κόπτης λίθος, stone
A). for pounding corn, BGU 405.7 (iv A.D.).


ShortDef

for pounding grain

Debugging

Headword:
σιτοκόπτης
Headword (normalized):
σιτοκόπτης
Headword (normalized/stripped):
σιτοκοπτης
IDX:
94384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94385
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῑτο-κόπτης</span> <span class="foreign greek">λίθος</span>, stone <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">for pounding corn</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 405.7 </span> (iv A.D.).</div> </div><br><br>'}