Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σιτοδοτεία
σιτοδοτέω
σιτοδότης
σιτοδοχεῖον
σιτοδόχος
σιτοενδεία
σιτοθήκη
σιτοκαπηλεύω
σιτοκάπηλος
σιτόκεντρον
σιτοκλονέομαι
σιτοκοπικός
σιτοκόπτης
σιτόκουρος
σιτόκριθον
σιτόλεθρος
σιτολογέω
σιτολογία
σιτολογικός
σιτολογοπράκτωρ
σιτόλογος
View word page
σιτοκλονέομαι
σῑτο-κλονέομαι
, Pass.,
A).
to be in want of corn
,
Hsch.
ShortDef
to be in want of grain
Debugging
Headword:
σιτοκλονέομαι
Headword (normalized):
σιτοκλονέομαι
Headword (normalized/stripped):
σιτοκλονεομαι
IDX:
94382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94383
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῑτο-κλονέομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be in want of corn</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}