Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σιτοδοσία
σιτοδοτεία
σιτοδοτέω
σιτοδότης
σιτοδοχεῖον
σιτοδόχος
σιτοενδεία
σιτοθήκη
σιτοκαπηλεύω
σιτοκάπηλος
σιτόκεντρον
σιτοκλονέομαι
σιτοκοπικός
σιτοκόπτης
σιτόκουρος
σιτόκριθον
σιτόλεθρος
σιτολογέω
σιτολογία
σιτολογικός
σιτολογοπράκτωρ
View word page
σιτόκεντρον
σῑτό-κεντρον, τό, dub. sens. in PFay. 348 (ii/iii A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σιτόκεντρον
Headword (normalized):
σιτόκεντρον
Headword (normalized/stripped):
σιτοκεντρον
IDX:
94381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94382
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῑτό-κεντρον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PFay.</span> 348 </span> (ii/iii A.D.).</div><br><br>'}