Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σιτοβολών
σιτοβόρος
σιτογεωργός
σιτοδεία
σιτοδόκη
σιτοδόκος
σιτοδοσία
σιτοδοτεία
σιτοδοτέω
σιτοδότης
σιτοδοχεῖον
σιτοδόχος
σιτοενδεία
σιτοθήκη
σιτοκαπηλεύω
σιτοκάπηλος
σιτόκεντρον
σιτοκλονέομαι
σιτοκοπικός
σιτοκόπτης
σιτόκουρος
View word page
σιτοδοχεῖον
σῑτο-δοχεῖον, τό,= σιτοδόκη, Sm. Jl. 1.17 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σιτοδοχεῖον
Headword (normalized):
σιτοδοχεῖον
Headword (normalized/stripped):
σιτοδοχειον
IDX:
94375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94376
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῑτο-δοχεῖον</span>, <span class="gen greek">τό</span>,= <span class="foreign greek">σιτοδόκη</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sm.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Jl.</span> 1.17 </span>.</div><br><br>'}