ἀντανακλάω
ἀντανα-κλάω,
A). reflect, φῶς v.l. in :— Pass., 2.696a ἀντανακλᾶται ἀκτίς M. 5.82 ; ὀφθαλμοὶ ἀλλήλοις ἀντανακλώμενοι reflected one in another, . 1.9
5). cause to revert, in writing, εἴς τι πάλιν ἀ. τὸ πέρας CPHerm. 18.11 .