Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σιτηγέω
σιτηγήσια
σιτηγία
σιτήγονος
σιτηγός
σιτηρεσιάζω
σιτηρέσιον
σίτηρις
σιτηρός
σίτησις
σιτηφάγος
σιτίζω
σιτικός
σίτινος
σιτίον
σίτισις
σιτισμός
σιτιστής
σιτιστός
σίτλα
σιτνίδες
View word page
σιτηφάγος
σῑτηφάγος [ᾰ],
A). = σιτηβόρος, ἀκρίς An.Ox. 1.210 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σιτηφάγος
Headword (normalized):
σιτηφάγος
Headword (normalized/stripped):
σιτηφαγος
IDX:
94354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94355
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῑτηφάγος</span> [<span class="foreign greek">ᾰ], </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">σιτηβόρος, ἀκρίς</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">An.Ox.</span> 1.210 </span>.</div> </div><br><br>'}