σιτηρέσιον
σῑτηρέσι-ον, τό,
A). provision-money, An. 6.2.4 ; δέκα τοῦ μηνὸς ὁ στρατιώτης δραχμὰς ς. λαμβάνει ; 4.28 ἐδίδου τοῖς ναύταις ς. ; 50.53 ἐργώναις ς IG 42(1).103.168 (Epid., iv B.C.): generally, allowance, pension, (iii A.D.); 3.955.10 annuity purchased, (iii B.C.); at Rome, 3.147.44 ς. ἔμμηνον a monthly allowance of grain to the poorer citizens, Lat. frumentatio, Caes. 8 , cf. 57 , Crass. 2 , Cat.Mi. 26 ; cf. σιτοδοτέω.