Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σιτάρχης
σιταρχία
σιταρχώ
σιτεία
σιτένδεια
σιτεύσιμος
σίτευσις
σιτευτάριος
σιτευτής
σιτευτός
σιτευτώριος
σιτεύω
σιτευωνέω
σιτέω
σιτηβόρος
σιτηγέω
σιτηγήσια
σιτηγία
σιτήγονος
σιτηγός
σιτηρεσιάζω
View word page
σιτευτώριος
σῑτ-ευτώριος, ,
A). poultry-fattener, Hierocl. Facet. 59 (s.v.l.).


ShortDef

poultry-fattener

Debugging

Headword:
σιτευτώριος
Headword (normalized):
σιτευτώριος
Headword (normalized/stripped):
σιτευτωριος
IDX:
94339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94340
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῑτ-ευτώριος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">poultry-fattener</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hierocl.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Facet.</span> 59 </span> (s.v.l.).</div> </div><br><br>'}