Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σιταρκισμός
σιταρχέω
σιτάρχημα
σιτάρχης
σιταρχία
σιταρχώ
σιτεία
σιτένδεια
σιτεύσιμος
σίτευσις
σιτευτάριος
σιτευτής
σιτευτός
σιτευτώριος
σιτεύω
σιτευωνέω
σιτέω
σιτηβόρος
σιτηγέω
σιτηγήσια
σιτηγία
View word page
σιτευτάριος
σῑτ-ευτάριος
,
ὁ
,
A).
altor
,
τροφεύς
,
Gloss.
(written
-αρις
).
ShortDef
altor
Debugging
Headword:
σιτευτάριος
Headword (normalized):
σιτευτάριος
Headword (normalized/stripped):
σιτευταριος
IDX:
94336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-94337
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῑτ-ευτάριος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">altor</span>, <span class="foreign greek">τροφεύς</span>, <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> (written <span class="foreign greek">-αρις</span>).</div> </div><br><br>'}